αἰών

αἰών
αἰών, ῶνος, , [dialect] Ion. and [dialect] Ep. also , as in Pi.P.4.186, E.Ph.1484: apocop. acc. αἰῶ,
A like Ποσειδῶ, restored by Ahrens (from AB363) in A.Ch.350: (properly αἰϝών, cf. aevum, v. αἰεί):—period of existence (

τὸ τέλος τὸ περιέχον τὸν τῆς ἑκάστου ζωῆς χρόνον . . αἰὼν ἑκάστου κέκληται Arist.Cael.279a25

):
I lifetime, life,

ψυχή τε καὶ αἰών Il.16.453

;

ἐκ δ' αἰ. πέφαται Il.19.27

;

μηδέ τοι αἰ. φθινέτω Od.5.160

;

λείπει τινά Il.5.685

; ἀπ' αἰῶνος νέος ὤλεο (Zenod. νέον) 24.725;

τελευτᾶν τὸν αἰῶνα Hdt.1.32

, etc.;

αἰῶνος στερεῖν τινά A.Pr.862

;

αἰῶνα διοιχνεῖν Id.Eu.315

;

συνδιατρίβειν Cratin. 1

; αἰ. Αἰακιδᾶν, periphr. for the Aeacidae, S.Aj.645 s. v. l.;

ἀπέπνευσεν αἰῶνα E.Fr.801

;

ἐμὸν κατ' αἰῶνα A.Th.219

.
2 age, generation, αἰ. ἐς τρίτον ib.744; ὁ μέλλων αἰών posterity, D.18.199, cf. Pl.Ax.370c.
3 one's life, destiny, lot, S.Tr.34, E.Andr.1215, Fr.30, etc.
II long space of time, age, αἰὼν γίγνεται 'tis an age, Men.536.5; esp. with Preps., ἀπ' αἰῶνος of old, Hes.Th.609, Ev.Luc.1.70;

οἱ ἀπὸ τοῦ αἰ. Ῥωμαῖοι D.C. 63.20

; δι' αἰῶνος perpetually, A.Ch.26, Eu.563; all one's life long, S. El.1024; δι' αἰῶνος μακροῦ, ἀπαύστου, A.Supp.582,574; τὸν δι' αἰ. χρόνον for ever, Id.Ag.554; εἰς ἅπαντα τὸν αἰ. Lycurg.106, Isoc.10.62; εἰς τὸν αἰ. LXX Ge.3.23, al., D.S.21.17, Ev.Jo.8.35, Ps.-Luc. Philopatr.17;

εἰς αἰῶνα αἰῶνος LXX Ps.131(132).14

; ἐξ αἰῶνος καὶ ἕως αἰῶνος ib.Je.7.7; ἐπ' αἰ. ib.Ex.15.18; ἕως αἰῶνος ib.1 Ki.1.22, al.:— without a Prep., τὸν ἅπαντα αἰ. Arist. Cael.279a22;

τὸν αἰῶνα Lycurg. 62

, Epicur.Ep.1p.8U.; eternity, opp. χρόνος, Pl.Ti.37d, cf. Metrod. Fr.37, Ph.1.496,619, Plot.3.7.5, etc.;

τοὺς ὑπὲρ τοῦ αἰῶνος φόβους Epicur.Sent.20

.
2 space of time clearly defined and marked out, epoch, age, ὁ αἰὼν οὗτος this present world, opp. ὁ μέλλων, Ev.Matt.13.22, cf. Ep.Rom.12.2; ὁ νῦν αἰ. 1 Ep.Tim.6.17, 2 Ep.Tim.4.10:—hence in pl., the ages, i.e. eternity, Phld.D.3 Fr.84;

εἰς πάντας τοὺς αἰ. LXX To.13.4

; εἰς τοὺς αἰ.ib.Si.45.24, al., Ep.Rom.1.25, etc.;

εἰς τοὺς αἰ. τῶν αἰώνων LXX 4 Ma.18.24

, Ep.Phil.4.20, etc.; ἀπὸ τῶν αἰ., πρὸ τῶν αἰ., Ep.Eph.3.9, 1Cor.2.7; τὰ τέλη τῶν αἰ. ib.10.11.
3 Αἰών, , personified,

Αἰὼν Χρόνου παῖς E.Heracl.900

(lyr.), cf. Corp.Herm.11, etc.; as title of various divine beings, Dam.Pr.151, al.; esp.=Persian Zervan, Suid. s.v. Ἡρασκος.
4 Pythag., = 10, Theol.Ar.59.
B spinal marrow (perh. regarded as seat of life), h.Merc 42, 119, Pi.Fr.111, Hp.Epid.7.122; perh. also Il.19.27.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Αιών —         (aion) (греч.); Aon (нем.) век, вечность, эпоха, жизненный цикл.         см. Эон. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …   Философская энциклопедия

  • αἰών — aevum masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀίων — ἀΐων , ἀίω 1 perceive pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰῶν' — αἰῶνα , αἰών aevum masc acc sg αἰῶνι , αἰών aevum masc dat sg αἰῶνε , αἰών aevum masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιών — Εφημερίδα με μεγάλη κυκλοφορία και δημοτικότητα που εκδιδόταν στην Αθήνα (1838 88) από τον Ιω. Φιλήμονα και από τον Τιμ. Ιω. Φιλήμονα, τρεις φορές την εβδομάδα. Είχε φιλορωσική πολιτική, γι’ αυτό και γαλλικά ναυτικά αγήματα κατέστρεψαν τα γραφεία …   Dictionary of Greek

  • Αἰῶν — Αἶα fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰῶν — αἰάζω cry fut part act masc voc sg αἰάζω cry fut part act neut nom/voc/acc sg αἰάζω cry fut part act masc nom sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀιών — ἀ̱ιών , ἠιών shore fem nom/voc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εικοστός Αιών — Τίτλος δύο περιοδικών. 1. Εβδομαδιαίο περιοδικό που εκδιδόταν στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, κατά την τελευταία δεκαετία του 19ου αι. Ιδρυτής του υπήρξε ο Α. Δρακόπουλος. 2. Μηνιαίο περιοδικό που εκδιδόταν στην Αθήνα. Ιδρυτής και διευθυντής του… …   Dictionary of Greek

  • Νέος Αιών — Τίτλος εφημερίδων και περιοδικών. 1. Αθηναϊκή εφημερίδα που ιδρύθηκε το 1882. 2. Εβδομαδιαία εφημερίδα. Ιδρύθηκε το 1891 με έδρα τη Ζάκυνθο. 3. Ημερήσια εφημερίδα (1900 1908). Ιδρύθηκε από τον Α. Μεταξά με έδρα την Πάτρα. 4. Εβδομαδιαία εφημερίδα …   Dictionary of Greek

  • αἰῶνα — αἰών aevum masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”